Έργα τέχνης σε πλατείες και σαλόνια

Απόσπασμα συνέντευξης με έναν γλύπτη από το Συμπόσιο Γλυπτικής 2008 στην 'Ανοιξη
Λίγο πιο κάτω από εδώ, στην Εκάλη, έχουμε φτιάξει και εκεί αρκετά έργα τέχνης. Η διαφορά όμως ανάμεσα σε εκείνα και σε αυτά που φτιάξαμε εδώ στην Άνοιξη, είναι ότι εκείνα είναι μέσα σε μεγάλα σπίτια και τα βλέπουν οι ιδιοκτήτες τους και οι καλεσμένοι τους, ενώ αυτά είναι έξω στις πλατείες και τους κοινόχρηστους χώρους για να τα βλέπουν όλοι.

Ραντεβού νεαρών κάτω από το γλυπτό σου

Απόσπασμα συνέντευξης με έναν γλύπτη από το Συμπόσιο Γλυπτικής 2008 στην 'Ανοιξη
Το συγκεκριμένο γλυπτό απεικονίζει ένα ζευγάρι. Μια γυναίκα και πίσω της ένας άνδρας που την έχει αγκαλιά. Το έργο αποτελείται από δύο στοιχεία. Το ένα είναι από ένα κίτρινο μάρμαρο, που έρχεται από το Μαρόκο και το άλλο από ένα πράσινο μάρμαρο της Τήνου. Είναι ένα ζευγάρι λοιπόν, ένα ζευγάρι στο πάρκο αγκαλιά, που πατάει πάνω σε ένα πράσινο γρασίδι, σε χορτάρι. Η ουσία που εγώ ήθελα να δώσω στο έργο, είναι αυτό το αγκάλιασμα, αυτή η γλυκύτητα που έχει αυτή η αγκαλιά, αυτό το τρυφερό που βγάζει. Το συγκεκριμένο έργο πήρε περίπου 20 μέρες και έγινε στο πλαίσια του συμποσίου. Ήμουν κάθε μέρα εδώ από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ και δεν καταλάβαινα πως περνούσαν οι ώρες. Προσπαθούμε να κάνουμε το χόμπι μας και να ζούμε από αυτό. Επομένως, αν κάνεις το χόμπι σου, δεν κουράζεται, είναι κάτι που το αγαπάς τόσο πολύ που δεν μένει μέρος για να σκεφτείς την κούραση. Έτσι και εγώ, με αυτό το έργο θα μπορούσα να δουλεύω 14-15 ώρες την ημέρα και να μην αισθάνομαι κούραση. Και να πάω μια ώρα σε μια καφετερία και να πλήττω. Άλλωστε, το γεγονός πως είχε κόσμο που εξέφραζε ενδιαφέρουσες αντιλήψεις ήταν κάτι που με έκανε να περάσω ωραία. Καταρχήν είναι μια ικανοποίηση ότι αυτό που κάνουμε βρίσκει κάπου ανταπόκριση. Αυτός ο κόσμος που ερχόταν εδώ, συχνά με τα παιδάκια του, βρίσκεται μπροστά σε ένα γεγονός το οποίο μπορεί να τύχει να μην το δεις ποτέ στη ζωή σου. Να δεις δηλαδή έναν γλύπτη να δουλεύει ένα έργο, να εκτελεί ένα έργο, να φτιάχνει ένα έργο. Είναι ένα πολύ ξεχωριστό γεγονός. Και από την άλλη, βλέποντας με τι προσπάθεια και τι κόπο γίνεται ένα έργο, θα του είναι πολύ δύσκολο αργότερα να πάει και να το καταστρέψει, να το βάψει με τα σπρέι. Και το σημαντικότερο για εμάς τους καλλιτέχνες είναι όταν αργότερα οι άνθρωποι δίνουν ραντεβού και λένε "θα συναντηθούμε στο γλυπτό", όχι στην τάδε καφετέρια. Αυτό θα είναι μια ηθική ικανοποίηση, πως το έργοέχει περάσει το μήνυμά του και έχει δημιουργήσει και το κοινό του. Είναι μια ηθική ικανοποίηση για τον καλλιτέχνη.

Η άνοιξη ενός βράχου

Απόσπασμα συνέντευξης με έναν γλύπτη από το Συμπόσιο Γλυπτικής 2008 στην 'Ανοιξη
Το συγκεκριμένο έργο ονομάζεται «Άνοιξη». Είμαστε καλεσμένοι από το Δήμο της Άνοιξης και αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε με αυτό το έργο. Το θέμα του είναι η άνοιξη ενός βράχου. Και μας αποκαλύπτει ό,τι περιέχει αυτός ο βράχος μέσα. Το περιεχόμενο που είναι και η σημερινή πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα είναι ότι ζούμε μέσα σε μια τηλεόραση. Και οτιδήποτε μας σερβίρουνε στην τηλεόραση, εμείς το χάφτουμε. Μέχρι που να αποχαυνωθούμε τελείως και να μπορούνε αυτοί που έχουν τη δύναμη να μας κάνουνε σαν πρόβατα ό,τι θέλουν. Αυτή είναι η σημασία που δίνω εγώ. Υπάρχουν όμως και άλλες, αυτές που δίνει ο κόσμος που περνά και το βλέπει. Άλλες φορές όμως υπάρχει και η περίπτωση να περάσει κάποιος και να μην του κάνει καμία εντύπωση ένα έργο τέχνης. Αλλά και αυτό εξαρτάται από την ψυχική του κατάσταση τη μέρα που θα περάσει. Μετά από μήνες, αν ξαναπεράσει να το δει, θα δει άλλο πράγμα. Θα αναπτύξει άλλη σχέση με το έργο, ανάλογα με τη διάθεση που βρίσκεται. Και αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο γιατί αντιμετωπίζω κι εγώ την πέτρα με ειλικρίνεια. Δηλαδή ψάχνω να βρω τι κρύβει η πέτρα μέσα της. Δεν έχω κάτι στο μυαλό μου που πρέπει να το φτιάξω, θα το αναζητήσω μέσα της. Και αναζητάς κάτι μόνο όταν είσαι ειλικρινής απέναντί του. Και τότε αποκαλύπτεται το ίδιο το υλικό σε σένα. Και εσύ απλώς εκτελείς τη δουλειά. Είσαι ο ενδιάμεσος ενός μηνύματος που έρχεται από κάπου αλλού. Δηλαδή, κάτι να κάνουμε για να σωθούμε. Χωρίς να ξέρω εγώ τι ακριβώς, δεν είμαι κανένας σωτήρας. Απλά, περνάει... είμαι ο ενδιάμεσος ενός μηνύματος, που δεν ξέρω ακριβώς ποιο είναι αυτό το μήνυμα. Αυτό το βγάζει ο καθένας βλέποντας το έργο.

Το μήνυμα της πεταλούδας

Απόσπασμα συνέντευξης με έναν γλύπτη από το Συμπόσιο Γλυπτικής 2008 στην Άνοιξη
Να σας πω πώς έφτιαξα αυτό το έργο. Είχα δύο πέτρες τεράστιες, 3,5 μέτρα η κάθε μια, και δούλευα στη σκαλωσιά επάνω. Στο βουνό, ερημιά, ο κάθε γλύπτης απείχε 1 χιλιόμετρο από τον άλλο, και ήμασταν μόνοι. Είχαμε χαράξει δρόμο, κάποια σημεία που ήταν πατητά, και κάναμε τον περίπατό μας, όπως ο κόσμος, μετά τις 5:00. Και μια μέρα εκεί που δούλευα τις πέτρες, τις σκάλιζα, έτυχε να σκέπτομαι επίμονα τον πατέρα μου, που είχε πεθάνει 2 χρόνια πριν. Αλλά τον σκεφτόμουν πάρα πολύ έντονα. Σκάλιζα και σκεφτόμουνα. Και κάποια στιγμή μου έρχεται και βγάζω μια κραυγή από μέσα μου, πολύ βαθιά: «πατέρα...!». Μόνος μου ήμουν, ότι ήθελα έκανα. Και εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται μια πεταλούδα και αρχίζει να κάνει βόλτες γύρω από το χέρι μου. Εγώ να σκαλίζω και η πεταλούδα να είναι γύρω από το χέρι μου. Σταματάω, κάνω έτσι το χέρι μου, κι έρχεται και μου φυλάει όλα τα δάχτυλα, ένα προς ένα! Και χάνεται. Και για αυτό έβγαλα το δελτίο «Πεταλούδα...». Αλλά τον σκεφτόμουνα πάρα πολύ έντονα τον πατέρα μου. Είναι στη μνήμη του το έργο.

Μια κόκκινη γέφυρα μέσα σε ένα πράσινο τοπίο

Απόσπασμα συνέντευξης με έναν γλύπτη από το Συμπόσιο Γλυπτικής 2008 στην 'Ανοιξη
Ήταν μια ευκαιρία για μένα, βλέποντας αυτόν τον καταπληκτικό χώρο. Ο χώρος μου υπέδειξε το έργο. Πώς τον διάλεξα; Την πρώτη μέρα κάναμε μια βόλτα με το δήμαρχο στους υποψήφιους χώρους. Ο πρώτος ήταν αυτός. Του είπα, «κύριε δήμαρχε, εδώ θέλω εγώ να κάνω ένα έργο, θέλω να κάνω μια γέφυρα. Θέλω να ενώσω αυτούς τους δύο όγκους, τα δύο αυτά σημεία». Ως αρχιτέκτονα, φαίνεται πως του άρεσε πολύ η ιδέα. Όλα πήγαν καλά. Ξεκινήσαμε σαν να ήμασταν ένα συνεργείο που βάζει μια επιπλέον διαφήμιση στην πόλη. Και όχι μόνο στην πόλη, αλλά και στο περιβάλλον, στο δάσος. Υπήρξαν κάποιοι, πιθανώς και πολλοί, που, παρότι δεν ρώταγαν, αναρωτιόνταν «ποιοι είναι αυτοί που μας φέρνουν μια μεταλλική κατασκευή να διαφημίσει τα εσώρουχα κάποιας εταιρίας;». Ή κάποιοι άλλοι μπορεί να πίστεψαν ότι θα κρεμάσουμε λουλούδια. Άλλοι πάλι, ίσως πίστεψαν ότι θα βάλουμε αυτά τα μικρά αυτοκινητάκια, τα smart. Αλλά μπορεί τελικά να ήμασταν οι πιο smart εμείς, με τους δικούς μας προβληματισμούς. Πήγαμε να γεφυρώσουμε ένα χάσμα. Το οποίο ουσιαστικά εμείς το δημιουργούμε, κάθε μέρα. Και έτσι φτάσαμε τελικά σε αυτό το αποτέλεσμα που βλέπουμε: μια κόκκινη κατασκευή μέσα σε ένα πράσινο τοπίο, δυο καρέκλες που τώρα που εσείς γυρίσατε την κάμερα προς τα εκεί δεν υπάρχουν, διότι τα παιδιά βάφουν. Ένας διάλογος όπου δεν ξέρω αν υπάρχει ή πρόκειται να συμβεί μια προσπάθεια διαλόγου, ή μια αποτυχημένη προσπάθεια. και... Κάπου εκεί κινούμαστε. Ουσιαστικά με ενδιέφερε να κάνω κάτι που δεν θα είναι απλά μια διαμόρφωση, μια πλαστική διαμόρφωση ενός όγκου. Ήθελα να παντρέψω και κάποια άλλα στοιχεία. Να σου θυμίζει κάτι οικείο. Αυτό το ανυποψίαστο κατασκεύασμα που μπορεί να μεταφέρει και άλλους προβληματισμούς, και άλλες έννοιες. Δεν είναι απλά μια κατασκευή που μπορεί κάποιος να τη βρει σε ένα ρυάκι, σε ένα βιομηχανικό ή σε ένα εμπορικό κέντρο. Τουλάχιστον, θα ήθελα εγώ να μην είναι έτσι, αλλά να έχει κάτι πέρα από αυτό, έναν εικαστικό προβληματισμό. Αυτό βέβαια θα το κρίνει ο πολίτης, θα το κρίνετε εσείς. Γιατί αυτό ανήκει σε εσάς τώρα.

Ευτυχία είναι ο θεατής να ταξιδεύει στο έργο σου

Απόσπασμα συνέντευξης με έναν γλύπτη από το Συμπόσιο Γλυπτικής 2008 στην 'Ανοιξη
Είμαι περίπου ένα μήνα εδώ. Πώς νοιώθω τώρα; Ωραία! Γιατί βλέπεις το αποτέλεσμα και βλέπεις τι έχεις κάνει αυτό τον ένα μήνα. Και όταν βλέπεις το πώς εκφράζεται και ο υπόλοιπος κόσμος βλέποντας το έργο σου, μεγαλώνει η χαρά σου. Αυτό είναι, το χαίρεσαι ακόμα περισσότερο επειδή ο κόσμος σταματούσε να το δει. Άλλοι από περιέργεια, άλλοι γιατί ήταν πιο σχετικοί με το αντικείμενο και το έργο τους έκανε κάτι περισσότερο από ό,τι σε κάποιον που απλά σταματούσε και ρωτούσε «τι είναι αυτό που θα γίνει»... Και αυτό είναι και το καλό του συμποσίου. Ζυμώνεσαι με τους υπολοίπους. Έρχονται, το βλέπουν, το χαίρονται. Το τι βλέπει ο θεατής στο έργο σου, είναι πολύ χρήσιμη πληροφορία. Παρότι όταν κάνεις ένα έργο σκέφτεσαι πρώτα από όλα τον εαυτό σου, δεν βλέπεις κανέναν. Από την άλλη, όμως, θα ήθελες να δεις πώς το βλέπει κι ο άλλος και να το μοιραστείς μαζί του. Αν γίνεται βέβαια να το μοιραστείς. Γιατί σε κάποιον μπορεί να μη λέει τίποτα, ή να μην θέλει καν να δει τη διαδικασία, τι είναι αυτό που σε ώθησε να το κάνεις. Τι είναι αυτό που σε έσπρωξε να κάνεις αυτό το έργο και όχι ένα άλλο. Προσωπικά θα χαιρόμουν αν κάποιος έβλεπε στο έργο μου αυτό που έχω εγώ στο μυαλό μου. Αλλά δεν είναι αυτός ο απώτερος σκοπός, να βρει ο άλλος αυτό που θέλω να κάνω εγώ. Γιατί σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει το έργο σου να γίνει πολύ περιγραφικό, να μπεις στη διαδικασία πώς θα κάνεις τον άλλο να μπορεί να το διαβάσει. Δεν είναι δική σου δουλειά αυτή. Η δική σου δουλειά είναι να κάνεις το έργο. Αν καταφέρεις να το δώσεις και στον άλλο... Κανονικά, να σας πω και κάτι; Κανονικά, πρέπει να αφήνεις τον άλλο να ταξιδέψει με το έργο σου, να σκεφτεί αυτό που θέλει, να νοιώσει τι είναι αυτό. Εσύ του δίνεις το ερέθισμα. Από εκεί και πέρα, ο καθένας όπως το πάρει.

Γεφυρώνοντας δυο διαφορετικούς χώρους

Απόσπασμα συνέντευξης με έναν γλύπτη από το Συμπόσιο Γλυπτικής 2008 στην 'Ανοιξη
Εμείς στην Άνοιξη δεν είχαμε έρθει ποτέ ξανά. Είναι πολύ ωραίο μέρος και μέσα στο πράσινο. Και ο Βασίλης κατάφερε να δουλέψει το γλυπτό του μέσα στο χώρο. Ήταν μια ευτυχής συγκυρία πως η τελευταία δουλειά του έχει να κάνει με την έννοια του γεφυριού. Και μόλις είδε τον χώρο είπε, «αυτό είναι. Θα κάνω μια γέφυρα που θα ενώνει το ένα μέρος του πάρκου με το άλλο». Τις πρώτες μέρες, όσοι περνούσαν μας ρωτούσαν τι είναι αυτό που κάνουμε. Στην αρχή, δεν μπορούσαμε να τους εξηγήσουμε τι είναι αυτό που θα γίνει. Γιατί κι οι δύο μας θεωρούμε πως δεν είναι μια γέφυρα, αλλά η έννοια της γέφυρας. Είναι ένα πέρασμα, ένα βοήθημα για να ενώσεις δύο χώρους διαφορετικούς. Τους λέγαμε, λοιπόν, ότι είναι ένα γλυπτό, ότι θα γίνει μια κατασκευή, ένα διακοσμητικό ας πούμε, για να μπορέσουμε να τους προσεγγίσουμε. Έτσι χαλαρώνανε, γιατί σου λέει, «κάτι καλό θα γίνει». Όσο όμως προχώραγε και πήγαινε να υλοποιηθεί και φαινότανε για γέφυρα, το βρίσκανε μόνοι τους και λέγανε, «είναι μια γέφυρα;». Τους έφτανε κι αυτό. Αν τους λέγαμε, «ναι, είναι μια γέφυρα», τους έφτανε. Ο θεατής, αυτός που δεν έχει άμεση σχέση με το έργο, του λείπει αυτό το πράγμα... Του λείπουν τα συμφραζόμενα... Θέλει να εξηγείται. Προσπαθεί να δει με τι μοιάζει, τι είναι. Αν είναι κάτι καθαρά εννοιολογικό και μετέωρο, τον βλέπεις ότι κάπου δεν θέλει να μπει σε αυτήν τη διαδικασία. Αν βρει τι είναι, με τι μοιάζει, τότε ησυχάζει.

Δουλεύοντας ένα έργο τέχνης

Απόσπασμα συνέντευξης με έναν γλύπτη από το Συμπόσιο Γλυπτικής 2008 στην 'Ανοιξη
Το έργο μας πήρε 23 μέρες για να γίνει. Πόσες ώρες το δουλεύαμε; Από τις 8 το πρωί ερχόμασταν εδώ και φεύγαμε στις 9 το βράδυ. Το συμπόσιο γίνεται για να έρχεται και κόσμος. Να έχει την δυνατότητα να δει με τα ίδια του τα μάτια πώς γίνεται ένα γλυπτό και να καταλαβαίνει πως δεν γίνονται ως εκ θαύματος τα γλυπτά που υπάρχουνε παντού. Υπάρχει ιδρώτας, υπάρχει κούραση, υπάρχει σκέψη, υπάρχουν πολλά πράγματα. Και πάνω από όλα, μας βοηθάει και πόσο κοντά μας έρχεται ο κόσμος. Θέλω να σημειώσω πως καμιά φορά η παρουσία του κόσμου αλλάζει την έμπνευση. Ανάλογα με τη μεταχείριση που έχουμε. Για παράδειγμα, η αδιαφορία εμένα προσωπικά με ενοχλεί, γιατί εγώ δεν δουλεύω με σχέδια, προσχέδια, δουλεύω κατευθείαν πάνω στο μάρμαρο. Και χωρίς να ξέρω η αδιαφορία βγαίνει και αποτυπώνεται πάνω στο γλυπτό με διάφορους τρόπους, ακόμα και στην έκφραση. Και όταν το έργο ολοκληρώνεται, φτιάχνεται μια ιστορία αμέσως. Ανάλογα με τη συμπεριφορά και κυρίως με τη φιλοξενία, που εδώ ήτανε εκπληκτική.Το πολύ ενδιαφέρον είναι πως έρχονται συνέχεια άνθρωποι να δουν το έργο και δεν χρειάζεται να τους πεις τίποτα για αυτό, ειδικά στα παιδιά. Τι να πω σε ένα πιτσιρίκι; Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, θα τα έχει πει όλα αυτό. Έρχονται, λοιπόν, συνέχεια άνθρωποι και λένε τις δικές τους ιστορίες, που είναι καταπληκτικές! Δηλαδή φαντάζονται πράγματα, αλλά τελείως ονειρικά. Ενώ οι μεγάλοι, όχι μόνο το εκλογικεύουνε, αλλά βγάζουν και το δικό τους χαρακτήρα πάνω εκεί. Ίσως και γιατί είναι τέτοια η δουλειά μου, που μπορεί ο καθένας να βγάλει αυτό που αισθάνεται. Είναι ο καθρέπτης αυτού που βλέπει, από το πιο ωραίο έως το πιο χυδαίο πράγμα.

Σχέση καλλιτέχνη – θεατή

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Θεωρώ πως η αξία ενός έργου έγκειται στον τρόπο που συνδυάζει αφήγηση και άποψη. Και επειδή η τέχνη έχει πολλές μορφές, υπάρχουν και πολλές γλώσσες. Ο κάθε καλλιτέχνης, μέσα από τη γλώσσα και την τεχνική που έχει αναπτύξει, μπορεί να εκφραστεί. Αντίστοιχα, ο κάθε θεατής μπορεί να δει ένα έργο με διαφορετικούς τρόπους και να το συνδέσει με δικά του πράγματα, δικές του παραστάσεις ή αναμνήσεις. Αυτό που με βασανίζει πάντα σχετικά με την αξία ενός έργου, είναι το αν μπορεί αυτό να δημιουργήσει έναν κόσμο καλύτερο, ή να πετύχει το σκοπό του. Για παράδειγμα, αν μια έκθεση που χλευάζει το Προάστιο μπορεί να προτείνει ένα οικιστικό μοντέλο αποδεκτό από περισσότερο κόσμο. Ή αν απλώς εκφράζει την λύπη μας για τη ροή της ζωής. Σε κάθε περίπτωση, δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών για ό,τι συμβαίνει γύρω μας, ούτε μπορούμε να ζήσουμε μόνοι μας. Ο «φευγάτος» παραμένει μειοψηφία και εκούσια απομονωμένος. Ζητάει και αυτός την αποδοχή από την πλειοψηφία που πριν σνόμπαρε. Και αυτό γιατί όλοι έχουμε ανάγκη από επικοινωνία, από μια διαντίδραση με τους άλλους.

Κέντρο ή απόκεντρο

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Εγώ είμαι παιδί του Νέου Κόσμου. Αλλά πάντα είχα την εμπειρία του χωριού. Ωστόσο, αυτά τα δύο, την πόλη και το χωριό, τα θεωρούσα ως κάτι χωριστό. Τα προάστια τα έβλεπα ως κάτι αρνητικό, ως ημίμετρο: ούτε πόλη, ούτε χωριό. Όταν μεγάλωσα, άρχισε να μου αρέσει το γεγονός πως τα προάστια είναι λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο. Όμως σήμερα δεν μου αρέσει ο τρόπος που αυτά αναπτύσσονται. Κυρίως η αντίφαση πως ενώ όλοι τα επιλέγουν για να είναι πιο κοντά στη φύση, ξαφνικά γεμίζουν πολυκατοικίες. Τελικά καταλήγω πως αν κάνω οικογένεια θα επιλέξω να μείνω είτε στην επαρχία, σε ένα μέρος που να είναι πράγματι διαφορετικό από την πόλη, είτε στο Κέντρο, έτσι ώστε να μην υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ κατοικίας και δουλειάς.

Είμαι άνθρωπος του κέντρου

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Όταν ήρθαμε στην Άνοιξη δεν υπήρχαν πολλά σπίτια. Μου άρεσε να ανεβαίνω στο βουνό για να βλέπω την Αθήνα και τα λουλούδια που άνθιζαν γύρω-γύρω. Στα 18 μου πέρασα στο πανεπιστήμιο, στην Αθήνα. Τότε νοίκιασα μια γκαρσονιέρα σε μια πολυκατοικία στα Εξάρχεια. Δεν θα ξεχάσω την ευχαρίστηση που ένοιωθα όταν άκουγα τα κουταλοπίρουνα από τα διπλανά διαμερίσματα! Από εκεί που βρισκόμουν στην απομόνωση της Άνοιξης, άρχισα στο Κέντρο να βλέπω, ή καλύτερα να ακούω, τη ζωή των άλλων. Μετά από χρόνια, γύρισα στο προάστιο. Και αυτό λόγω των παιδιών μου. Στην αρχή δεν μου άρεσε, αναπολούσα το Κέντρο. Τώρα αρχίζω να το συνηθίζω. Ωστόσο, είμαι άνθρωπος του Κέντρου. Μου αρέσει η φασαρία του.

Η παλιά και η νέα γειτονιά

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Ήρθα στην Αθήνα 6 χρονών, από τη Σάμο όπου γεννήθηκα. Αρχικά, μείναμε στο Κέντρο, στο Γκάζι. Η περιοχή τότε ήταν γεμάτη οίκους ανοχής, είχε το εργοστάσιο του φυσικού αερίου και κατοικούσαν, επίσης, πολλοί γύφτοι. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ήταν Κέντρο, έβλεπες μπετόν. Το 1975, το σχολείο που πήγαινα γκρεμίστηκε και μας στείλανε σε ένα άλλο, στην Πλατεία Καραϊσκάκη. Για να πάμε εκεί περνάγαμε από το Μεταξουργείο, μέσα από τους οίκους ανοχής. Όμως όλα αυτά τα αρνητικά, τότε δεν μου φαινόταν τόσο αρνητικά. Όταν στα 17 μου ήρθαμε στην Πεύκη, όπου μένω μέχρι σήμερα, το θεώρησα φοβερό προάστιο! Ωστόσο, λόγω των πολλών πολυκατοικιών ένοιωσα σε αυτό το απόκεντρο το μπετόν με τόσο αρνητικό τρόπο που δεν το είχα νοιώσει στο Κέντρο, στο Γκάζι.

Οι δύο όψεις των πραγμάτων

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Εγώ θα σας αφηγηθώ ένα μύθο. Αφορά μια χωριάτισσα που για χρόνια κουβαλούσε νερό από τη βρύση του χωριού της με δύο στάμνες. Η μια στάμνα ήταν γερή και μπορούσε να τη γεμίσει μέχρι πάνω. Η δεύτερη ήταν χαλασμένη και στο δρόμο χυνόταν κάτω το μισό νερό. Κάποια στιγμή, η χαλασμένη στάμνα ζήτησε συγνώμη από την χωριάτισσα που δεν μπορούσε να κουβαλήσει παρά την μισή ποσότητα. Τότε η χωριάτισσα της λέει: «ναι, αλλά από την πλευρά που κρατάω εσένα ο δρόμος είναι γεμάτος λουλούδια!». Η ιστορία αυτή μας δείχνει τη διαφορετική όψη των πραγμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με ένα έργο τέχνης. Ο καθένας το βλέπει από τη δική του σκοπιά.

Η σύλληψη της στιγμής

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ αφορά σε ένα έργο μου, το πιο σκούρο και σκοτεινό αυτής της έκθεσης. Ένα βράδυ γύρισα στο σπίτι, πήρα τη φωτογραφική μου μηχανή και ξεκίνησα για το σταθμό του ηλεκτρικού στην Καλλιθέα. Είχα αποφασίσει να τον φωτογραφίσω μια συγκεκριμένη ώρα. Περίμενα να πέσει του σούρουπο και να φύγει ο πολύς κόσμος, έτσι ώστε οι φωτογραφίες να εκφράζουν αυτό που αισθανόμουν. Μετά από λίγο καιρό ο σταθμός ξηλώθηκε και στη θέση του δημιουργήθηκε ένας νέος. Τότε συνειδητοποίησα πως πολλά πράγματα που έχω κάνει άλλαξαν. Αυτό βέβαια δεν μου δημιουργεί πάντα λύπη. Κάποιες φορές οι αλλαγές μου δημιουργούν χαρά. Για παράδειγμα, δίπλα από το σπίτι μου υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι. Είχα ζωγραφίσει πολλές φορές το σημείο του ορίζοντα προς εκείνη την κατεύθυνση. Κάποια στιγμή, παρατήρησα πως είχε αλλάξει κάτι σε αυτό το σπιτάκι. Μου φάνηκε πιο περιποιημένο και πιο ζωντανό. Έβλεπα ανοικτά τα παράθυρα, απλωμένα ρούχα από έξω… Τι είχε γίνει; Η ηλικιωμένη γυναίκα που έμενε στο σπίτι είχε πεθάνει. Ο γιος της παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Το γεγονός αυτό έδωσε πνοή στο σπιτάκι, το οποίο γνώρισε έτσι καλύτερες μέρες. Παρατηρώ, λοιπόν, πως ζωγραφίζω κάτι και μετά αυτό αλλάζει. Και είναι αυτό που μου αρέσει: να συλλαμβάνω μια στιγμή που θα αλλάξει και να την αποθανατίσω.

Η έκφραση μέσα από την ζωγραφική

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ είναι πολύ παλιά. Αφορά στο πώς άρχισα να ζωγραφίζω. Σαν παιδάκι δεν ζωγράφιζα καθόλου. Άρχισα να το κάνω στα τέσσερά μου χρόνια, όταν πολλά παιδάκια έχουν ήδη ξεκινήσει. Στο νήπιο, θυμάμαι, ένοιωσα μεγάλη έκπληξη όταν είδα όλα τα παιδάκια να ζωγραφίζουν το ίδιο πράγμα. Εγώ ήμουν η μόνη που δεν μπορούσε! Είχα αργήσει κιόλας να πάω στο σχολείο, αφού πήγα απευθείας στο νήπιο. Όλα τα άλλα παιδιά είχαν πάει από το προ-νήπιο και είχαν ήδη κωδικοποιήσει κάποια πράγματα. Εγώ προσπαθούσα να βρω πώς συμβολοποιούν οι άλλοι. Συχνά, λοιπόν, καθόμουν χωρίς να κάνω τίποτα. Μια μέρα, ένα άλλο παιδάκι μου λέει: «Ζωγράφισε κάτι! Ένα παιδάκι…». Κάνω και εγώ μια μουτζούρα για κεφάλι και άλλη μια για σώμα. Τα άλλα παιδάκια προσπαθούσαν να καταλάβουν τι έχω ζωγραφίσει. Άλλο μου έλεγε «είναι ινδιάνος». Ένα δεύτερο, «είναι ένα τέρας!». Ένα τρίτο κάτι άλλο, κ.ο.κ. Εγώ τότε θυμωμένη τους είπα: «όχι, είναι ένα ανθρωπάκι!». Γύρισα σπίτι μου απογοητευμένη και αποφάσισα πως δεν είμαι για τη ζωγραφική. Αποφάσισα πως θα βάζω κάποιον άλλο να ζωγραφίζει για μένα. Έβαζα, λοιπόν, τον πατέρα μου. Αυτός προσπαθούσε, δεν μου χάλαγε το χατίρι. Εγώ, όμως, άρχιζα να του ασκώ κριτική και να του λέω πώς πρέπει να ζωγραφίζει το ένα ή το άλλο. Κάποια στιγμή του λέω, «απολύεσαι, θα αρχίσω να ζωγραφίζω μόνη μου». Παιδεύτηκα μέχρι να τα καταφέρω, αλλά αποφάσισα να εκφράζω αυτό που θέλω εγώ. Ποτέ δεν χρησιμοποίησα τα κωδικοποιημένα σχέδια που χρησιμοποιούσαν οι άλλοι. Πάντα προσπαθώ να εκφράσω αυτό που έχω μέσα στο κεφάλι μου, έστω και αν δεν τα καταφέρνω.

Το δωμάτιο με τους πίνακες

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Στο σπίτι μας υπήρχε ένα δωμάτιο όπου οι γονείς μου είχαν διάφορα έργα τέχνης. Συγκεκριμένα, πίνακες ζωγραφικής. Οι γονείς μας ήταν πολυάσχολοι και δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν πολύ μαζί μας. Εγώ, λοιπόν, πέρναγα πολλές φορές την ώρα μου κοιτώντας τους πίνακες. Μια μέρα, καθώς τους παρατηρούσα, ένοιωσα σαν αυτό που έβλεπα σε κάθε πίνακα να ζωντανεύει. Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν πίνακα του Γουναρόπουλου, με το πορτραίτο μιας κοπέλας. Καθώς τον κοίταγα, άρχισε να μου δημιουργείτε η αίσθηση της ομορφιάς. Καθώς μεγάλωνα, συνειδητοποίησα πως κάθε στιγμή που περνούσα μου δημιουργούσε στο μυαλό άλλες ιστορίες. Κάποια στιγμή γνώρισα ένα νεαρό και αρχίσαμε να φλερτάρουμε. Εγώ αρχικά δεν τον είχα πάρει στα σοβαρά. Ωστόσο, όταν κάποια στιγμή μου ζωγράφισε μια βάρκα, μου γεννήθηκε η αίσθηση πως θέλω να μπω μέσα και να πάω μαζί του. Μου ενέπνευσε τον έρωτα!

Ο κήπος

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Παρότι είμαι κάτοικος του Αγίου Στεφάνου από 12 χρονών, δεν υπήρξα ποτέ παιδί του κήπου. Μου άρεσε πολύ να ακούω τη φύση μέσα από το δωμάτιό μου, ή μέσα από κάποιον άλλο εσωτερικό χώρο, να κάθομαι στο πιάνο και να γράφω τραγούδια. Ωστόσο, ο κήπος είχε πολλές δουλειές στις οποίες έπρεπε να βοηθήσω, κάτι που έβρισκα και πολύ ωραίο. Ο πατέρας μου είχε ένα αμπελάκι εκεί, όπου το καλοκαίρι μαζεύονταν σφήκες και πουλιά. Η μέθοδος για να προστατέψουνε τα αμπέλια ήταν να φτιάχνουμε κάποιες μικρές σακούλες, τις οποίες βάζαμε γύρω από τα φυτά. Έτσι και εκείνη τη μέρα, άρχισα να κάνω αυτήν τη δουλειά. Εδώ θα πάω την ιστορία λίγο πιο πίσω, για να επιστρέψω αργότερα. Από το δωμάτιό μου, που είναι σαν σοφίτα, βλέπω τον κήπο και κάποια σπίτια δίπλα και απέναντι από το δικό μας. Σε ένα από αυτά μένει μια οικογένεια με ένα κορίτσι. Αυτό είχε πάντα, όπως το έβλεπα και μεγάλωνε από κορίτσι σε γυναίκα, μια αγγελική ομορφιά, που σε ενέπνεε να γράψεις κάτι. Σταδιακά, άρχισα να την παρατηρώ και όταν την βλέπω να βάζω στο στερεοφωνικό τραγούδια που μου άρεσαν. Σιγά-σιγά, αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε κάποια βλέμματα, αλλά όλα αυτά μέσα στη σιωπή. Το κορίτσι μεγάλωνε και αυτό το παιχνίδι με τα τραγούδια συνεχιζόταν. Στο σημείο αυτό, επιστρέφω σε εκείνο το απόγευμα που δούλευα στον κήπο. Ο πατέρας μου μού έλεγε διάφορα για τον κήπο και για το πώς πρέπει να γίνουν οι δουλειές, αλλά εμένα ο νους μου φαίνεται πως ήταν κάπου αλλού. Κάποια στιγμή, ακούω τον πατέρα μου να φωνάζει: «πρόσεχε!». Εκείνη τη στιγμή αισθάνομαι το τσίμπημα μιας σφήκας. Καθώς πήγαινα μέσα να πλύνω τα χέρια μου, ακούω τον θόρυβο από ένα μηχανάκι, ένα παπάκι. Κοιτάζω στην πόρτα και βλέπω ένα νεαρό. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, κατέβηκε το κορίτσι, την πήρε ο νεαρός και φύγανε. Ήταν σαν να πήρα ένα μήνυμα εκείνη τη στιγμή, πως το κορίτσι μεγάλωσε και πως η ζωή περνά, κυλάει. Το περιστατικό αυτό το κατέγραψα σε ένα διήγημα. Αλλά θα μπορούσε να έχει γίνει και τραγούδι.

Η μαγεία της θάλασσας

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ αφορά σε ένα τραγούδι που έγραψα πριν από 20 χρόνια στην Κάρυστο. Έπαιζα τότε σε ένα σκυλάδικο. Κάναμε πρόβες συνεχώς. Στο διάλειμμα μιας πρόβας, πήγα μια βόλτα στην παραλία. Είχε πολύ ωραία μέρα! Περπατούσα αρκετή ώρα και κάποια στιγμή έφθασα σε ένα βράχο μέσα στη θάλασσα. Είχα πάρει και μια μπύρα, κάθισα στο βράχο και ατένιζα το πέλαγος. Τότε, άρχισαν σιγά-σιγά να μου έρχονται κάποια στιχάκια: «Εσύ που ζεις μέσ’ στην ομίχλη…». Κάποια στιγμή πήρα το δρόμο της επιστροφής. Όταν βγήκα στον κεντρικό δρόμο, πέρασε μια μοτοσικλέτα. Ο ήχος της μου φάνηκε τελείως ξένος, παρότι υπήρξε μια εποχή που ήταν γοητευτικός για μένα, αφού συνόδευε το αίσθημα της ελευθερίας, της επανάστασης. Αλλά εκείνη τη στιγμή μου ήταν τελείως ξένος. Μάλιστα, όταν το είπα αργότερα στον κιθαρίστα της παρέας, αυτός γέλασε. Του φάνηκαν τραβηγμένα και λίγο παράξενα όλα αυτά.

Τσιμέντο και μπάμιες

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Όταν αποφασίσαμε σαν ομάδα να δουλέψουμε πάνω στο θέμα Προάστια και Πόλη συνειδητοποιήσαμε πως μόνο δύο από εμάς, εγώ και ένα ακόμα άτομο, είχαμε εμπειρία από τα Προάστια. Συγκεκριμένα, και οι δύο έχουμε πολλά βιώματα από το Μπογιάτι, το οποίο όταν ήμασταν παιδιά ήταν καθαρά τόπος εξοχής. Όλη η περιοχή ήταν αγροτική, με κύριο χαρακτηριστικό την καλλιέργεια της μπάμιας. Μέσα από την παραγωγή των έργων τέχνης για αυτήν την έκθεση, συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχαν μπάμιες στην περιοχή. Σιγά-σιγά μου έγινε έμμονη ιδέα. Έψαξα και έμαθα πως η εποχή τους είναι το καλοκαίρι. Πήγα στο Super Market και πήρα αρκετές μπάμιες, σε διάφορα μεγέθη και σχήματα. Ήθελα να δείξω αυτήν την βίαιη αντιπαράθεση τσιμέντου-μπάμιας και την τελική επικράτηση του τσιμέντου. Το πρόβλημα που είχα είναι πως μέχρι την τελευταία στιγμή δεν μπορούσα να συσχετίσω τις μπάμιες με τα δομικά υλικά. Πώς να εντάξω ένα φυσικό προϊόν με τα οικοδομικά υλικά; Πλησίαζαν οι μέρες της έκθεσης και τελικά μπάμιες δεν υπήρχαν στα έργα, παρότι από την αρχή τις είχα στο μυαλό μου. Μου λέει τότε μια συνεργάτης της έκθεσης, «δεν γίνεται, τις μπάμιες πρέπει να τις δούμε!». Τις επόμενες μέρες έτυχε να πάω σε μια έκθεση αρχιτεκτονικής στο Μουσείο Μπενάκη. Εκεί μου ήρθε η ιδέα να φτιάξω ένα έργο με το οποίο θα ειρωνεύομαι λίγο τις μακέτες των αρχιτεκτόνων. Έφτιαξα, λοιπόν, μια μακέτα και κόλλησα γύρω-γύρω τις μπάμιες, θέλοντας να δείξω πως σαπίζουνε, υποχωρούνε.

Πόλη διαμονής – χώρα καταγωγής

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Αυτό που μου κάνει εντύπωση σήμερα είναι που πολλοί αναφέρονται σε διάφορους τόπους, σε καταγωγές και αναζητούν την αυθεντικότητα. Π.χ. μια ερώτηση που ακούω συχνά είναι «ποιος είναι βέρος Αθηναίος».Δεν ξέρω τι νόημα έχει σήμερα μια τέτοια ερώτηση. Εγώ είμαι εκπαιδευτικός. Σε ένα από τα τμήματα που διδάσκω, οι 17 από τους 24 μαθητές είναι αλλοδαποί. «Εισαγόμενοι», όπως χαρακτηριστικά αυτοαποκαλούνται και οι ίδιοι. Και δεν είναι μόνο από την Αλβανία, όπως πολλοί θα σκεφτείτε, αλλά από διάφορες χώρες: Ουκρανία, Ρωσία, Βουλγαρία, Δανία, Ολλανδία, Αφρική, Μεξικό. Και βλέπω τον Μεξικανό να κάνει παρέα με τον Ουκρανό, τον Αλβανό με το Βούλγαρο, τις Δανέζες με τη Βελγίδα. Στο πλαίσιο αυτό, για ποιο κέντρο και απόκεντρο μιλάμε; Πού είναι το κέντρο και πού το απόκεντρο; Ποιο είναι το κέντρο του κάθε παιδιού; Η Καλλιθέα όπου μένει, ή η χώρα από όπου κατάγεται;

Τα αντίθετα συνυπάρχουν μέσα μας

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Είχα μια εποχή ένα συνεργάτη, εξαιρετικό στην πληροφορική. Κάποια στιγμή, ήρθα στην Άνοιξη να μείνω και τον έχασα. Μια μέρα, τον βλέπω ξαφνικά στο δρόμο. Έμενε και αυτός στην Άνοιξη. Τον ρωτάω, «τι γίνεται, τι κάνεις;». Μου είπε πως είχε εγκαταλείψει την πληροφορική. Είχε τελειώσει την Σχολή Καλών Τεχνών και είχε γίνει καλλιτέχνης. Εγώ τρελάθηκα! Γιατί θέλει μεγάλα κουράγια να φύγεις από ένα αντικείμενο και να πας σε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό. Μετά, όμως, που το σκέφτηκα καλύτερα είδα πως είναι το ίδιο πράγμα. Πως αυτός ήταν πάντα ο δρων, το κέντρο. Μπορούμε να πούμε, λοιπόν, πως κέντρο και απόκεντρο ταυτίζονται. Μέσα στο χωρο-χρονικό γίγνεσθαι αποτελούν ένα ενιαίο πράγμα. Στην πραγματικότητα ο διαχωρισμός τους αποτελεί ένα ψευδοδίλλημα. Απλά μας συνθλίβει το γεγονός πως έχουμε μέσα μας τόσο το κέντρο όσο και το απόκεντρο. Τα ξεχωρίζουμε, λοιπόν, για να το αντέξουμε.

Μισή- μισή στη πόλη και το χωριό

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα χωριό της Κρήτης. Εκεί έμεινα μέχρι τα 11 μου χρόνια. Τώρα είμαι ακριβώς 22. Άρα, έχω ζήσει άλλα 11 χρόνια στην Αθήνα. Είμαι μισή-μισή. Όταν μετακομίσαμε από το χωριό στην Αθήνα, θυμάμαι έκλαιγα. Δεν ήθελα να χάσω συγγενείς, σχολείο, τους φίλους μου. Ήτανε η ζωή μου, το κέντρο μου. Τώρα, όμως, που είμαι εδώ και έχω τη ζωή μου και όλα όσα έχω κατακτήσει εδώ πέρα, στο μυαλό μου το απόκεντρο είναι το χωριό. Συνεπώς, κέντρο και απόκεντρο εναλλάσσονται, δεν είναι κάτι στατικό.

Η οικογένεια το κέντρο της ζωής μου

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Η ιστορία που θα σας πω είναι μια καθημερινή ιστορία. Δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την χθεσινή, την προχθεσινή, την περσινή ή την προπέρσινη μέρα. Σηκώθηκα, λοιπόν, ένα πρωινό και πήγα στον χώρο της εργασίας μου. Πρόκειται για ένα σχολείο στην Καλλιθέα, μια πολυπληθή και αρκετά πυκνοκατοικημένη περιοχή. Σε μια πολυκατοικία ζούνε 60, 70, 80, 100 άτομα. Υπάρχει σταθμός του μετρό και συγκοινωνία, καροτσάκια, τυροπιτάδικα, μαγαζιά, λιανοπωλητές. Γενικά, πρόκειται για μια αρκετά πολυπληθή περιοχή. Αφού τελείωσα με την εργασία μου, γύρισα μετά στο σπίτι μου. Με τα γνωστά πρόσωπα που αγαπάω, που συμπαθώ, που ζω καθημερινά. Στο απόκεντρό μου. Μπορεί συνεπώς κάποιος να θεωρήσει πως έφυγα από το κέντρο της μεγαλούπολης, που ονομάζεται Αθήνα, και γύρισα στο απόκεντρο, στον Άγιο Στέφανο όπου κατοικώ, το οποίο είναι διαφορετικό. Εγώ το εισέπραξα εντελώς διαφορετικά: από το απόκεντρο, που είναι μια απασχόληση, ήρθα στο κέντρο της ζωής μου που είναι το σπίτι μου, η οικογένειά μου.

Αδιαφορία στο κέντρο της πόλης

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Πριν από κάποια χρόνια πήγα να δουλέψω στο κέντρο. Μέχρι τότε, επειδή μου άρεσε η φύση, πάντα εργαζόμουν σε απόκεντρο. Δούλεψα, λοιπόν, για ένα διάστημα, περίπου ένα χρόνο, στο κέντρο. Ακριβώς στο κέντρο, στην Ομόνοια. Η εμπειρία μου αυτή στην αρχή με σοκάρισε. Γιατί ήμουν μακριά από όλα αυτά που είδα. Είδα τα ναρκωτικά σε όλη τους την έκταση. Είδα να κάνουν χρήση. Είδα άτομα να έχουν στερητικό σύνδρομο. Είδα πεθαμένο! Με λίγα λόγια είδα όλη τη διεργασία, του πως το κάνουνε. Και αυτό γιατί εργαζόμουν σε ένα χώρο, στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας, που από το παράθυρο μπορούσα να δω στην είσοδο, όπου συγκεντρώνονταν πολλοί χρήστες. Συγκεκριμένα, εργαζόμουν σε ένα χημείο, ως τεχνολόγος. Αλλά δεν έχει σημασία η εργασία, αλλά ο τόπος. Γιατί εκεί γίνεται ένας χαμός και στην αρχή είχα σοκαριστεί. Θυμάμαι κάποιες φορές που έβλεπα κάποιο πεσμένο, φώναζα: «άνθρωπος πεθαμένος, να φωνάξουμε το ασθενοφόρο». Αλλά στο κέντρο οι άνθρωποι έχουν παγώσει τόσο πολύ! Έχουν γίνει άπονοι. Όλοι μου λέγανε «και να τους φωνάξουμε δεν θα έρθουν, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα». Κάποιοι άλλοι τους κλωτσάγανε, ένα τέτοιο πράγμα. Και αυτή η κατάσταση συνεχιζόταν και στον σταθμό, όπου πήγαινα να πάρω το τρένο να γυρίσω στον Άγιο Στέφανο. Έβλεπες και εκεί πάλι την ζητιανιά, σου έλεγαν τάχα ότι ήθελαν χρήματα για να συμπληρώσουν το αντίτιμο του εισιτηρίου, ενώ στην πραγματικότητα τα ήθελαν για να συμπληρώσουν τη δόση τους. Έβλεπες παιδάκια, γνώριμες φάτσες, αφού τους έβλεπες σε καθημερινή βάση. Και είχα αρρωστήσει, γιατί και εγώ είμαι μητέρα. Και λέω καλύτερα το κέντρο του απόκεντρού μου, παρά αυτό εδώ το κέντρο. Και έτσι, έφυγα από εκεί.

Εκεί που ήσουν ήμουνα και εδώ που είμαι θα’ ρθεις

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Όταν ήμουν φοιτητής δεν ήμουν και πάρα πολύ καλό παιδί. Είχα βγάλει προσωνύμια σε όλους τους καθηγητές. Υπήρχε, λοιπόν, ένας εξαιρετικός κύριος που μας δίδασκε στατιστική. Επειδή όποτε μας έκανε μάθημα έμοιαζε σαν να χωνεύει, τον έλεγα «βόα», προσωνύμιο που είχαν υιοθετήσει και οι συμφοιτητές μου. Τέλος πάντων, περνάνε τα χρόνια και έρχεται η ώρα να διδάξω εγώ σε φοιτητές. Ένα απόγευμα, είχα τελειώσει πιο νωρίς από το πανεπιστήμιο και αποφάσισα να πάω στο γυμναστήριο. Φεύγοντας, συνάντησα κάποιους φοιτητές και τους χαιρέτησα.
-«Παιδία σας χαιρετώ, φεύγω, γεια χαρά»
-«Φεύγετε; Από τώρα;»
-«Ναι, τελείωσα νωρίτερα σήμερα, προλαβαίνω να πάω και γυμναστήριο. Καλό βράδυ. Τα λέμε».
-Μόλις γύρισα την πλάτη μου ακούω έναν φοιτητή να λέει: «Δεν κοιτάει την μπάκα που έχει, θέλει και γυμναστήριο!». Και ενώ είχα ξεχάσει τελείως το περιστατικό με τον καθηγητή που κορόιδευα, ξαφνικά ένοιωσα να ανάβει μια φωτοβολίδα από πάνω μου και να μου λέει: «Εκεί που ήσουν ήμουνα και εδώ που είμαι θα ‘ρθεις». Εκείνη τη στιγμή λέω από μέσα μου, «προχώρα Γιαννάκο, κούνα και το άλλο πόδι, δίκιο έχουν».
Έτσι, λοιπόν, από εκεί που εγώ έβλεπα κάποιο από το απόκεντρο, ξαφνικά βρέθηκα στο κέντρο και πάλι το αντίστροφο. Και είδα τον εαυτό μου στη θέση του παιδιού που με σχολίαζε. Και σκέφτηκα πως το κέντρο και το απόκεντρο τελικά πάντα επιστρέφουν σε εμάς, με πολύ περίεργους και ωραίους τρόπους. Βρίσκονται το ένα πολύ κοντά στο άλλο, σαν ένα αέναο σπιράλ.

Κάθε τι μη γνώριμο μας φοβίζει

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Θυμάμαι μια μέρα έφυγα από την Άνοιξη και πήγα στο κέντρο, στην Αθήνα. Αρχικά πήγα στο Σύνταγμα, που είναι το κέντρο όχι μόνο της Αθήνας, αλλά και της Ελλάδας ολόκληρης. Σταδιακά, άρχισα να κατηφορίζω προς την Ομόνοια και το Μοναστηράκι. Λίγα μέτρα πιο κάτω βρέθηκα σε μια περιοχή, κοντά στην Αθηνάς, όπου είχα να πάω πολύ καιρό. Διαπίστωσα πως εκεί έχει μαζευτεί κόσμος από διαφορετικές χώρες, με συνήθεις περίεργες, ναρκωτικά, γυναίκες, άνδρες, όλα ανάμεικτα. Βρέθηκα, λοιπόν, ξαφνικά από ένα κέντρο σε ένα άλλο σημείο, το οποίο είναι απόκεντρο. Από πλευράς τοποθεσίας, ήτανε η ίδια περιοχή που ήξερα από το παρελθόν. Ωστόσο, εμένα μου φάνηκε πως είχε αλλάξει εντελώς, μέσα από τις νέες κοινωνικές ομάδες που βρέθηκαν σε αυτόν τον χώρο, που για μένα ήταν κάποτε ένα κέντρο ενιαίο. Μια περιοχή όπου πήγαινα, την περπάταγα πάνω κάτω και δεν έβρισκα μεγάλες διαφορές από το ένα σημείο στο άλλο. Διαπιστώνοντας τις αλλαγές που έχει υποστεί, ένοιωσα πραγματικά την ανάγκη να φύγω και από το κέντρο και από το απόκεντρο, όπως θεώρησα αυτά τα 2 σημεία. Η αντίδραση μου συνδέεται, προφανώς, με τις προσωπικές μου φοβίες, στάσεις, αρνήσεις. Από την διαπίστωση πως ο κόσμος αυτός δεν είναι ο κόσμος μου. Δεν είναι οι συνήθειές μου. Δεν είναι η ζωή μου, δεν είναι αυτό που θέλω. Μου γεννήθηκαν λοιπόν ερωτήματα του τύπου «πού ήρθα» ή «που βρέθηκα;». Αυτά μου δημιουργήθηκε μια τάση φυγής, την επιθυμία να βρεθώ σε ένα άλλο σημείο, που θα το βαφτίσω «κέντρο-απόκεντρο».

Παλεύοντας το καλό με το κακό

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Μια μέρα, τότε που εργαζόμουν στο πανεπιστήμιο, είχα πάει στην τράπεζα να πληρωθώ. Ο ταμίας έκανε λάθος και μου έδωσε περισσότερα χρήματα από όσα έπρεπε. Εγώ το κατάλαβα αυτό όταν έφτασα σπίτι μου. Πέρασα όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα με φοβερή εναλλαγή συναισθημάτων. Σκεφτόμουν, «θα τα κρατήσω, θα πάρω εκείνο, θα κάνω εκείνο, θα κάνω ετούτο…». Περιττό να σας πω πως δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα. Μια έβγαινε ο καλός μου εαυτός, μια ο κακός. Το πρωί σηκώθηκα πάρα πολύ πρωί. Η τράπεζα βρισκόταν στην Πανεπιστημιούπολη και εγώ έμενα πολύ μακριά. Πήγα από τα μαύρα χαράματα, λοιπόν, στήθηκα έξω από την τράπεζα και περίμενα. Το παραπάνω ποσό ήταν 60.000 δρχ., δεν ήταν τόσο σπουδαίο, αλλά για μένα πριν από τόσα χρόνια ήτανε σημαντικό. Με το που άνοιξε η τράπεζα, πήγα στον ταμία και τα έδωσα. Ένοιωσα τέτοια ανακούφιση! Αυτός με φύλαγε, «φέρτε», έλεγε, «να κεράσω την κυρία». Ο καημένος θα τα έβαζε από την τσέπη του, δεν μπορούσε να κλείσει ταμείο. Ένοιωσα, λοιπόν, τέτοια ικανοποίηση που έκανα αυτό που έπρεπε και που υπερίσχυσε το Καλό έναντι του Κακού μέσα μου. Μπορώ να πω, συνεπώς, πως το κέντρο μου είναι το Καλό και το Κακό είναι το απόκεντρό μου.

Βρίσκοντας, χάνοντας και βρίσκοντας ξανά

Απόσπασμα αφήγησης με θέμα το Κέντρο - Απόκεντρο
Θα σας διηγηθώ μια ιστορία απογοήτευσης και χαράς μαζί. Πρόκειται για ένα περιστατικό που ίσως ακουστεί εντελώς αστείο, ωστόσο την περίοδο που συνέβη με είχε επηρεάσει πάρα πολύ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι κατά την διάρκεια των σπουδών μου είχα βρει αρκετές φορές πορτοφόλι, γεμάτο χρήματα. Τύχαινε, δεν ξέρω… Είχα βρει 4 φορές πορτοφόλι με αρκετά χρήματα μέσα. Και όλες τις φορές το πήγαινα στην αστυνομία, στο αστυνομικό τμήμα της Κυψέλης. Φανταστείτε πως την 3η φορά οι αστυνομικοί γελάγανε, αφού με θυμόντουσαν. Πάντα άφηνα το πορτοφόλι εκεί, ποτέ δεν είχα σκεφτεί να πω «βρήκα ένα πορτοφόλι, αν το ζητήσει κάποιος τηλεφωνήστε μου». Το άφηνα, λοιπόν , εκεί με τα χρήματα μέσα. Και ως δια μαγείας, πάντα βρισκόταν ο ιδιοκτήτης του. Δεν ξέρω βέβαια αν αυτό γινόταν στην πραγματικότητα, γιατί ποτέ δεν είδα ένα 10% του ποσού, που με βάση το νόμο δικαιούμουν. Ήρθε, λοιπό, ο καιρός να χάσω και εγώ το πορτοφόλι μου. Αυτό έγινε στου Ζωγράφου, όπου είχα πάει για ένα ποτό. Το κατάλαβα, ωστόσο, όταν είχα ήδη φτάσει στην Γλυφάδα. Απίστευτα αγχωμένος επιστρέφω στου Ζωγράφου, ψάχνω γύρω από το σημείο που είχα παρκάρει, τίποτα. Το πορτοφόλι άφαντο! Πάω στο αστυνομικό τμήμα του Ζωγράφου να το δηλώσω και πέφτω πάνω σε έναν απίστευτα ευτραφή αστυνομικό, στογγυλοκαθισμένο στο γραφείο του. Του αναφέρω το συμβάν και τον ακούω έκπληκτος να μου λέει:
-«Α, μπράβο! Το πορτοφόλι που περιγράφεις το έφερε ένας νεαρός, αλλά δεν το κρατήσαμε»
-«Ορίστε;!; Τι δεν το κρατήσατε;».
-«Εμείς ήμαστε τροχαία, δεν είμαστε ασφάλεια. Και επειδή δεν ήταν κανένας ασφαλίτης εδώ το βράδυ, δεν το κρατήσαμε. Δεν θέλω πολλά μπλεξίματα με τους ασφαλίτες»
-«Είμαστε σοβαροί; Σας φέρνουν ένα πορτοφόλι σαν και αυτό που σας περιγράφω και δεν το κρατάτε;»
-«Άκου να δεις αγόρι μου, εγώ σε μια εβδομάδα βγαίνω σε σύνταξη και δεν θέλω μπλεξίματα με κανέναν. Του είπα του νεαρού να το φέρει αν θέλει αύριο το πρωί. Αν θέλεις πάρε τηλέφωνο ή έλα από εδώ να δεις». Απίστευτα εκνευρισμένος και με ελάχιστο ύπνο, γυρνάω το επόμενο πρωί στο τμήμα και υπήρχε μόνο η ταυτότητά μου. Γυρνάω σπίτι μου το μεσημέρι απογοητευμένος και σκέφτομαι: «Κοίτα να δεις! Εγώ 4 φορές βρήκα πορτοφόλι και το επέστρεψα και τις 4 φορές με όλα τα χρήματα μέσα. Και έτυχε να χάσω και εγώ μια φορά το πορτοφόλι μου και έγινε κάτι ώστε να μην επιστραφεί».
Δεν προλαβαίνω να το πω αυτό και χτυπάει το κουδούνι. Ήταν ένας νεαρός που είχε βρει το πορτοφόλι μου. Από το φοιτητικό μου πάσο είχε δει την διεύθυνση και είχε έρθει σπίτι για να μου το φέρει. Και πώς βρέθηκε η ταυτότητά μου στο τμήμα; Απλά, όπως είχε πέσει το πορτοφόλι από τον ουρανό του αυτοκινήτου άνοιξε και το περιεχόμενό του σκόρπισε. Ο νεαρός που το βρήκε τα είχε μαζέψει όλα, εκτός από την ταυτότητα που είχε πέσει πιο πέρα. Ένας δεύτερος είχε βρει την ταυτότητα και την είχε παραδώσει στο αστυνομικό τμήμα το πρωί. Ο νεαρός που είχα μπροστά μου, είχε κρατήσει το πορτοφόλι διότι τρόμαξε από τον αστυνομικό που συνάντησε στο τμήμα και αποφάσισε να μου το παραδώσει ο ίδιος την επόμενη μέρα το πρωί. Έτσι, αν υποθέσουμε ότι βρισκόμουν μεταξύ ενός κέντρου και ενός απόκεντρου, το κέντρο ήρθε σε εμένα. Τελικά ήτανε πολύ κοντά μου, δίπλα μου. Και είχα άδικο να κρίνω, να βλαστημήσω την θεία δίκη. Το κέντρο ήρθε σε εμένα και με έκανε να μετανιώσω για αυτό που είχα σκεφτεί.

Προσμονή για παιχνίδι

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Όταν ήμουν μικρή, ο πατέρας μού μου είχε διηγηθεί μια ιστορία από τα παιδικά του χρόνια. Ζούσε στο Περιστέρι με την οικογένειά του, που ήταν πολύ φτωχή. Δεν είχε πολλά παιχνίδια για να παίζει και ό,τι είχε τα έφτιαχνε μόνος του, μαζί με την παρέα του. Κάποια στιγμή, λοιπόν, είχε συμπληρώσει ένα άλμπουμ με αυτοκολλητάκια και είχε κερδίσει μια μπάλα ποδοσφαίρου. Ήτανε πολύ ευτυχισμένος για αυτό! Από την ώρα που την είχε πάρει από τον περιπτερά μέχρι να πάει στο σπίτι δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο παρά να παίξει με αυτήν. Ωστόσο, την ώρα που την πήρε ήταν αργά το βράδυ. Όλο το βράδυ σκεφτόταν πότε θα ξημερώσει για να μπορέσει να παίξει. Όμως, το πρωί που σηκώθηκε έβρεχε και αυτό τον απογοήτευσε. «Τι να κάνουμε», σκέφτηκε, «δεν πειράζει, αύριο». Αλλά πέρασε μια εβδομάδα με συνεχή βροχή και το μόνο που βασάνιζε το μυαλό του ήταν αυτό: «να βγω να παίξω!». Και είχε έντονη την ελπίδα μέσα του πως κάποια στιγμή θα μπορέσει να το κάνει. Σταματήσανε οι βροχές και ήρθε μια ηλιόλουστη μέρα. Βγαίνει έξω, κλοτσάει 1,2, 3 φορές την μπάλα και αυτήν σκάει! Ήτανε κακής ποιότητας. «Τι κρίμα!», σκέφτηκε. «Δεν πρόλαβα να παίξω και να πραγματοποιήσω αυτό που σκεφτόμουν». Ωστόσο, ο λόγος που μου αφηγήθηκε αυτήν την ιστορία ήταν για να μου δείξει πόσο μεγάλη ήταν η προσδοκία του και η χαρά του όλη αυτήν την εβδομάδα. Και πως είχε συνειδητοποιήσει πως ήταν ευχής έργον που έβρεχε γιατί έτσι διατηρήθηκε μέσα του η φλόγα της επιθυμίας να παίξει τόσο δυνατή. Αυτό με κάνει να σκεφτώ πως το απόκεντρο είναι τα όνειρά μας και το πώς σκεφτόμαστε το μέλλον. Ενώ το κέντρο είναι η ουσία, η υλοποίηση των ονείρων μας και η πραγματικότητα. Η οποία πολλές φορές μας ικανοποιεί, ενώ άλλες φορές οδηγεί στη ματαίωση.

Κέντρο είναι όπου είναι η ψυχή

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Το 1973 εργαζόμουν στις διοικητικές υπηρεσίες του ΚΑΤ. Έτυχε εκείνη την περίοδο να γίνει το ατύχημα με τον γιο του Ωνάση, τον Αλέξανδρο. Ήταν μεσημέρι θυμάμαι, εκεί γύρω στις 12:00, που έπεσε το αεροπλάνο. Ξαφνικά, κατά τις 1:00, βλέπουμε τις πόρτες του νοσοκομείου να κλείνουν και να παύει να δέχεται ασθενείς. Υπήρχε μια έντονη προετοιμασία, χωρίς να μας εξηγεί κανείς τι συμβαίνει. Το μόνο που ξέραμε ήταν πως θα έρθει κάποιος «μεγάλος», σχεδόν τελειωμένος. Όντως, κατά τις 2:00 φέρανε τον Αλέξανδρο και τον παραλάβανε οι γιατροί. Συγχρόνως αρχίζουν να ειδοποιούν τους συγγενείς του από τα πέρατα του κόσμου να έρθουνε. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση πως μέσα σε 5 ώρες είχανε έρθει δύο Άγγλοι νευροχειρουργοί, είχε έρθει ο Αριστοτέλης Ωνάσης, η μητέρα του Αλέξανδρου, η αδελφή του η Χριστίνα, η φίλη του και διάφοροι άλλοι. Φυσικά ήτανε τελειωμένη υπόθεση. Ωστόσο, αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν πως ενώ ήρθαν με τόση δύναμη και τόση σιγουριά πως θα γίνει καλά ο Αλέξανδρος, μέσα σε λίγες ώρες ήταν τόσο ανήμπορος… Παρόλα τα χρήματα που είχε και παρά το γεγονός πως ένα ολόκληρο νοσοκομείο ήταν αποκλειστικά για αυτόν, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήτανε πολύ μικρότερος εκείνη τη στιγμή και από τον πιο φτωχό. Δηλαδή εκείνη την ώρα είχε βρεθεί στο κέντρο του κόσμου και ξαφνικά είχε πάει στο απόκεντρο. Δύο μέρες μετά, οι γιατροί κάλεσαν τους δικούς του να αποφασίσουν αν θα σταματήσουν την μηχανική υποστήριξη. Μου έχει συμβεί και εμένα αυτό, με την μητέρα μου. Είναι πολύ δύσκολο να πάρουν εκείνη τη στιγμή την απόφαση να γυρίσουν το κουμπί για να σταματήσει η καρδιά. Πιστεύω πως εκείνη η ώρα ήταν κέντρο-απόκεντρο. Χανόσουν! Αυτή η ιστορία με επηρέασε πάρα πολύ και είδα τελικά πως κανείς δεν είναι τίποτα, παρά μόνο σε μικρά πραγματάκια. Και αυτά τα πράγματα, τα μικροπράγματα από τη ζωή, τα χάνεις στην προσπάθεια να είσαι συνέχεια στο κέντρο. Θεωρώ πως το κέντρο είναι πολύ έντονο πράγμα. Ενώ, αντίθετα, το απόκεντρο το φαντάζομαι ως κάτι ειδυλλιακό. Συνειδητοποίησα, λοιπόν, με την ιστορία αυτή πως το δικό μου το απόκεντρο, σ’ εκείνη την καρεκλίτσα που καθόμουν στο ΚΑΤ, ήτανε τόσο ωραίο! Άλλωστε, όπου και να είναι το σώμα σου, πολλές φορές η ψυχή σου είναι αλλού. Πιάνεις τον εαυτό σου, πολλές φορές, να «φεύγει» και να ταξιδεύεις κάπου όπου αισθάνεσαι άνετα, ωραία, ζεστά. Πιστεύω, λοιπόν, πως κέντρο είναι όπου είναι η ψυχή.

Κλείνοντας κύκλους και ανοίγοντας νέους

Απόσπασμα αφήγησης από την εικαστική έκθεση "Κέντρο - Απόκεντρο"
Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Χανιά. Τα ερεθίσματα που είχα από εκεί μου είχαν διαμορφώσει μια συγκεκριμένη νοοτροπία σχετικά με τον υπόλοιπο κόσμο και το «εξωτερικό». Κάποτε το ταξίδι στο εξωτερικό μου φαινόταν κάτι πολύ μακρινό. Αν μου έλεγες στα 14 μου χρόνια πως θα ταξίδευα έξω από την Ελλάδα, θα μου φαινόταν κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Αργότερα, όταν άρχισα να πρωτοταξιδεύω, άλλαξε αυτήν η νοοτροπία μέσα μου. Πήγα στην Αθήνα, έζησα μόνος μου, πήγα στο εξωτερικό και έκανα μεταπτυχιακές σπουδές. Ξεκίνησα από την Αγγλία, συνέχισα στην Βουδαπέστη, στην Ουγγαρία, πήγα για να δουλέψω στο Βέλγιο… Και σε κάθε περίπτωση, όπου πήγαινε ένοιωθα να ζω κάτι διαφορετικό. Σαν να έκλεινε ένας κύκλος και να άνοιγε ένας καινούργιος. Ένοιωθα σαν να άλλαζε ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά μου. Σαν κάθε φορά να είμαι ένας καινούργιος άνθρωπος. Και όταν ξαναγύρναγα σε μια πόλη που είχα ήδη ζήσει, όπως η Αθήνα για παράδειγμα, αυτή ήταν μια άλλη πόλη για μένα. Το κέντρο, λοιπόν, σε κάθε περίπτωση ήταν για μένα όπου πήγαινα, αλλά για κάποιον διαφορετικό λόγο κάθε φορά. Το κέντρο ήταν όπου βρισκόμουν για ένα σημαντικό λόγο, για μια εμπειρία διδακτική, φιλοσοφική, ζωής. Και βλέπω τον εαυτό μου κάθε φορά που τελειώνει μια τέτοια περίοδος τελείως διαφορετικό, ανάλογα με το που βρισκόμουν και τι έκανα.